ενεστώτας go against
γ΄ ενικό ενεστώτα goes against
αόριστος went against
παθητική μετοχή gone against
ενεργητική μετοχή going against

  Ετυμολογία

επεξεργασία
go against < → δείτε τις λέξεις go και against

go against (en)

  • αντιβαίνω σε, προσκρούω σε, βρίσκομαι σε αντίθεση με κάτι
    This goes against my interests.
    Αυτό αντιβαίνει στα συμφέροντά μου.
    This goes against the terms of the contract.
    Αυτό προσκρούει στους όρους του συμβολαίου.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη contradict