ενεστώτας contradict
γ΄ ενικό ενεστώτα contradicts
αόριστος contradicted
παθητική μετοχή contradicted
ενεργητική μετοχή contradicting

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

contradict (en)

  1. διαψεύδω, αλληλοδιαψεύδονται, λέω ότι κάτι που έχει πει κάποιος άλλος είναι λάθος και ότι το αντίθετο είναι αλήθεια
    ⮡  The testimony of the prosecution’s witness was contradicted by the evidence the defense counsel produced.
    Η κατάθεση του μάρτυρα κατηγορίας διαψεύστηκε από στοιχεία που προσκόμισε ο συνήγορος υπερασπίσεως.
    ⮡  The minister of finance was contradicted by the prime minister.
    Ο υπουργός Οικονομικών διαψεύσθηκε από τον πρωθυπουργό.
    ⮡  The eyewitness and the accused are contradicting each other.
    Ο αυτόπτης μάρτυρας και ο κατηγορούμενος αλληλοδιαψεύδονται.
  2. αντιφάσκω, αυτοδιαψεύδομαι, λέω κάτι που είναι εντελώς αντίθετο από αυτό που είπα πριν
    ⮡  The witness is not considered reliable because they constantly contradict themselves.
    Ο μάρτυρας δε θεωρείται αξιόπιστος, γιατί συνεχώς αντιφάσκει.
    ⮡  You contradict yourself when you admit that you decided independently, but you attribute responsibility of your failure to your parents.
    Αντιφάσκεις όταν δέχεσαι ότι αποφάσισες ανεπηρέαστα, καταλογίζεις όμως την ευθύνη για την αποτυχία σου στους γονείς σου.
    ⮡  He contradicted himself by stating that…
    Αυτοδιαψεύστηκε δηλώνοντας ότι…
  3. αντίκειμαι σε, αντιβαίνω σε, προσκρούω σε, γρονθοκοπούμαι με, για κάτι που είναι τόσο διαφορετικό από το άλλο που ο ένας από αυτούς πρέπει να κάνει λάθος
    ⮡  Laws that contradict the constitution are labeled as unconstitutional.
    Νόμοι που αντίκεινται/αντιβαίνουν στο σύνταγμα χαρακτηρίζονται ως αντισυνταγματικοί.
    ⮡  This contradicts the terms of the contract.
    Αυτό προσκρούει στους όρους του συμβολαίου.
    ⮡  Your theory contradicts reality.
    Η θεωρία σου γρονθοκοπείται με την πραγματικότητα.
     συνώνυμα:  go against