Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

τα κακάρωσα < κακαρώνω στον αόριστο κακάρωσα

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ta‿kaˈka.ɾo.sa/

  Έκφραση επεξεργασία

τα κακάρωσα

Συνώνυμα επεξεργασία