Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο άχαρος η άχαρη το άχαρο
      γενική του άχαρου της άχαρης του άχαρου
    αιτιατική τον άχαρο την άχαρη το άχαρο
     κλητική άχαρε άχαρη άχαρο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι άχαροι οι άχαρες τα άχαρα
      γενική των άχαρων των άχαρων των άχαρων
    αιτιατική τους άχαρους τις άχαρες τα άχαρα
     κλητική άχαροι άχαρες άχαρα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

άχαρος < λείπει η ετυμολογία

  Επίθετο επεξεργασία

άχαρος

  1. που δε γεύεται χαρά, δύστυχος
  2. που δε δίνει χαρά, ευχαρίστηση, θλιβερός
  3. που δεν έχει χάρη, κομψότητα και ομορφιά, άκομψος
  4. που δεν είναι ευχάριστος, που δε δίνει χαρά
  5. γενικά είναι αυτός που εκπέμπει ένα συναίσθημα θλίψης

  Μεταφράσεις επεξεργασία