άχαρος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | άχαρος | η | άχαρη | το | άχαρο |
γενική | του | άχαρου | της | άχαρης | του | άχαρου |
αιτιατική | τον | άχαρο | την | άχαρη | το | άχαρο |
κλητική | άχαρε | άχαρη | άχαρο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | άχαροι | οι | άχαρες | τα | άχαρα |
γενική | των | άχαρων | των | άχαρων | των | άχαρων |
αιτιατική | τους | άχαρους | τις | άχαρες | τα | άχαρα |
κλητική | άχαροι | άχαρες | άχαρα | |||
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- άχαρος < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
επεξεργασίαάχαρος
- που δε γεύεται χαρά, δύστυχος
- που δε δίνει χαρά, ευχαρίστηση, θλιβερός
- που δεν έχει χάρη, κομψότητα και ομορφιά, άκομψος
- που δεν είναι ευχάριστος, που δε δίνει χαρά
- γενικά είναι αυτός που εκπέμπει ένα συναίσθημα θλίψης
Μεταφράσεις
επεξεργασία άχαρος