μένω άγαλμα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- μένω άγαλμα: → δείτε τη λέξη μένω (σε όλους τους τύπους) & άγαλμα (με τη σημασία: ακίνητος όπως ένα άγαλμα)
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈme.no ˈa.ɣal.ma/
Έκφραση
επεξεργασίαμένω άγαλμα
- μένω ακίνητος, αποσβολωμένος, δεν ξέρω τι να κάνω, τι να πω (από μεγάλη έκπληξη, χαρά, συγκίνηση)
- ※ Όταν την είδα πρώτη φορά έμεινα άγαλμα. Δεν είχα δει πιο όμορφη κοπέλα στη ζωή μου.
- Μαριάντα Παπαϊωάννου, Ιππόκαμπος, Ψηφιακή έκδοση, 2015. σελ. 59
- ※ Όταν την είδα πρώτη φορά έμεινα άγαλμα. Δεν είχα δει πιο όμορφη κοπέλα στη ζωή μου.
Συνώνυμα
επεξεργασία- μένω κόκαλο
- μένω με το στόμα ανοιχτό
- μένω ξερός
- μένω σέκος
- μένω σαν στήλη άλατος
- πέφτω απ' τα σύννεφα
- χάνω τη μιλιά μου
- χάνω τη λαλιά μου
Δείτε επίσης
επεξεργασία(για δυσάρεστη έκπληξη) εκφράσεις στο
Μεταφράσεις
επεξεργασία μένω άγαλμα
|
Πηγές
επεξεργασία- άγαλμα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- άγαλμα - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)