Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

μένω άγαλμα: → δείτε τη λέξη μένω (σε όλους τους τύπους) & άγαλμα (με τη σημασία: ακίνητος όπως ένα άγαλμα)

  Έκφραση επεξεργασία

μένω άγαλμα

Συνώνυμα επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

(για δυσάρεστη έκπληξη) εκφράσεις στο

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία