Ετυμολογία

επεξεργασία
μένω άγαλμα:  δείτε τη λέξη μένω (σε όλους τους τύπους) & άγαλμα (με τη σημασία: ακίνητος όπως ένα άγαλμα)

μένω άγαλμα

  • μένω ακίνητος, αποσβολωμένος, δεν ξέρω τι να κάνω, τι να πω (από μεγάλη έκπληξη, χαρά, συγκίνηση)
      Όταν την είδα πρώτη φορά έμεινα άγαλμα. Δεν είχα δει πιο όμορφη κοπέλα στη ζωή μου.
    Μαριάντα Παπαϊωάννου, Ιππόκαμπος, Ψηφιακή έκδοση, 2015. σελ. 59

Συνώνυμα

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία