Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

Από τη βιβλική αφήγηση τη σχετική με τη γυναίκα του Λωτ, η οποία μεταβλήθηκε σε στήλη άλατος (απολιθώθηκε) όταν γύρισε προς τα πίσω για να δει τα Σόδομα που φλέγονταν (καὶ ἐπέβλεψεν ἡ γυνὴ αὐτοῦ εἰς τὰ ὀπίσω καὶ ἐγένετο στήλη ἁλός, Γένεσις, 19.26)

→ δείτε τις λέξεις στήλη και άλας

  Πολυλεκτικός όρος επεξεργασία

στήλη άλατος θηλυκό

γούρλωσε τα μάτια του κι έμεινε στήλη άλατος