πέφτω απ' τα σύννεφα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- πέφτω απ' τα σύννεφα < → λείπει η ετυμολογία
Έκφραση επεξεργασία
πέφτω απ' τα σύννεφα
- εκπλήσσομαι αρνητικά επειδή πίστευα κάτι τελείως διαφορετικό από αυτό που πραγματικά συνέβη
- (ειρωνικά) δεν εκπλήσσομαι καθόλου, ήμουν σίγουρος/η ότι αυτό θα συνέβαινε
Μεταφράσεις επεξεργασία
πέφτω απ' τα σύννεφα