Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

πέφτω απ' τα σύννεφα < λείπει η ετυμολογία

  Έκφραση επεξεργασία

πέφτω απ' τα σύννεφα

  1. εκπλήσσομαι αρνητικά επειδή πίστευα κάτι τελείως διαφορετικό από αυτό που πραγματικά συνέβη
  2. (ειρωνικά) δεν εκπλήσσομαι καθόλου, ήμουν σίγουρος/η ότι αυτό θα συνέβαινε

  Μεταφράσεις επεξεργασία