μιλιά
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | μιλιά | οι | μιλιές |
γενική | της | μιλιάς | των | μιλιών |
αιτιατική | τη | μιλιά | τις | μιλιές |
κλητική | μιλιά | μιλιές | ||
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- μιλιά < → λείπει η ετυμολογία
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαμιλιά θηλυκό
Εκφράσεις
επεξεργασία- χάνω τη μιλιά μου → δείτε την έκφραση: μένω άγαλμα
- μου κόπηκε η μιλιά
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη μιλάω