Ετυμολογία

επεξεργασία
parole < παλαιά γαλλική parole < λατινική parabola

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

parole (en)



  Προφορά

επεξεργασία
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
parole paroles

parole (fr) θηλυκό

  1. ο λόγος
  2. (γλωσσολογία) η ομιλία, ο λόγος που εκφωνείται σε αντίθεση με τον ενδιάθετο λόγο (langue)