parole
Αγγλικά (en)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- parole < παλαιά γαλλική parole < λατινική parabola
Ουσιαστικό
επεξεργασία
parole (en)
- (νομικός όρος) η αποφυλάκιση υπό όρους ενός κρατουμένου πριν την ολοκλήρωση της ποινής του
- "έξω-βγαίνω με αναστολή"