parole
Αγγλικά (en)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- parole < παλαιά γαλλική parole < λατινική parabola
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
parole (en)
- (νομικός όρος) η αποφυλάκιση υπό όρους ενός κρατουμένου πριν την ολοκλήρωση της ποινής του
- "έξω-βγαίνω με αναστολή"
ΣύνθεταΕπεξεργασία
Γαλλικά (fr)Επεξεργασία
ΠροφοράΕπεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
parole | paroles |
parole (fr) θηλυκό
- ο λόγος
- (γλωσσολογία) η ομιλία, ο λόγος που εκφωνείται σε αντίθεση με τον ενδιάθετο λόγο (langue)