πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η λαλιά οι λαλιές
      γενική της λαλιάς των λαλιών
    αιτιατική τη λαλιά τις λαλιές
     κλητική λαλιά λαλιές
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

λαλιά θηλυκό

  1. η φωνή, η μιλιά, η ομιλία, η ικανότητα του να μιλάει κανείς
    παράδειγμα  έχασε τη λαλιά του
  2. η γλώσσα
    παράδειγμα  η ελληνική λαλιά

Εκφράσεις

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

 και δείτε τη λέξη λαλώ

Μεταφράσεις

επεξεργασία
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική λαλιᾱ́ αἱ λαλιαί
      γενική τῆς λαλιᾶς τῶν λαλιῶν
      δοτική τῇ λαλι ταῖς λαλιαῖς
    αιτιατική τὴν λαλιᾱ́ν τὰς λαλιᾱ́ς
     κλητική ! λαλιᾱ́ λαλιαί
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  λαλιᾱ́
γεν-δοτ τοῖν  λαλιαῖν
1η κλίση, Κατηγορία 'στρατιά' όπως «στρατιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά


ζητούμενο λήμμα


Συγγενικά

επεξεργασία