Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
λαλίστατος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
λαλίστατ
ος
η
λαλίστατ
η
το
λαλίστατ
ο
γενική
του
λαλίστατ
ου
της
λαλίστατ
ης
του
λαλίστατ
ου
αιτιατική
τον
λαλίστατ
ο
τη
λαλίστατ
η
το
λαλίστατ
ο
κλητική
λαλίστατ
ε
λαλίστατ
η
λαλίστατ
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
λαλίστατ
οι
οι
λαλίστατ
ες
τα
λαλίστατ
α
γενική
των
λαλίστατ
ων
των
λαλίστατ
ων
των
λαλίστατ
ων
αιτιατική
τους
λαλίστατ
ους
τις
λαλίστατ
ες
τα
λαλίστατ
α
κλητική
λαλίστατ
οι
λαλίστατ
ες
λαλίστατ
α
Κατηγορία
όπως «
όμορφος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
λαλίστατος
<
αρχαία ελληνική
, υπερθετικός βαθμός του
λάλος
Επίθετο
επεξεργασία
λαλίστατος, -η, -ο
πάρα πολύ
ομιλητικός
Μεταφράσεις
επεξεργασία
λαλίστατος
αγγλικά
:
loquacious
(en)
γαλλικά
:
loquace
(fr)