λάλημα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | λάλημα | τα | λαλήματα |
γενική | του | λαλήματος | των | λαλημάτων |
αιτιατική | το | λάλημα | τα | λαλήματα |
κλητική | λάλημα | λαλήματα | ||
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- λάλημα < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
λάλημα ουδέτερο