λαλῶ
Ετυμολογία
επεξεργασία- λαλῶ < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική λαλῶ, συνηρημένος τύπος του λαλέω
- ΑΠΟΓΟΝΟΙ: ⇒ νέα ελληνικά: λαλώ > λαλάω
Ρήμα
επεξεργασίαλαλῶ
- μιλάω (λαλώ), συζητάω, συνομιλώ
- (στη μέση φωνή) αποκαλούμαι, λέγομαι
- διακηρύσσω, διαλαλώ
- κηρύσσω, διδάσκω
- διηγούμαι
- ισχυρίζομαι
- διαδίδω φήμη
- καταγγέλλω, αναφέρω (όπως σε έγγραφο)
- συγκαλώ
- συνεχίζω, εξακολουθώ
- (για ήχο)
- (για ζώο) προχωράω ορμητικά, πιλαλάω
Συγγενικά
επεξεργασία ετυμολογικό πεδίο
λαλ-
λαλ-
- ἀγριολαλῶ
- ἀλάλητα (επίρρημα)
- ἀλάλητος
- ἄλαλος
- ἀνδρολαλία
- ἀνεκλάλητος
- ἀνεκλαλήτως (επίρρημα)
- ἀντιλαλιά
- ἀντίλαλος
- ἀντιλαλῶ
- βροντόλαλος
- γλυκολάλητος
- γλυκόλαλος
- γλυκολαλῶ
- δευτεροδιαλαλῶ
- διαλάλημα
- διαλαλημός
- διαλαλητής
- διαλάλημα
- διαλαλισμός
- διαλαλῶ
- ἐμπρόλαλος
- εὔλαλος
- καταλαλητής
- καταλαλιά
- κατάλαλος
- καταλαλῶ
- λαλήεις
- λάλημα
- λαλησίγαιος
- λαλητέος
- λαλητικός
- λαλητός
- λαλία, λαλιά
- λαλικός
- λαλίς
- λαλίτσα
- λαλούμενα (ουδέτερο πληθυντικός)
- μεταλαλῶ
- μικρολαλῶ
- μωρόλαλος
- ξαναδιαλαλῶ
- πρόλαλος
- ... (Χρειάζεται περισσότερα)
- πιθανόν, για εκδοχή ετυμολογίας: πιλαλῶ & συγγενικά
Πηγές
επεξεργασία- λαλῶ - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίαλαλῶ
Απόγονοι
επεξεργασίαλαλῶ (αρχαία ελληνικά)
- ⇒ μεσαιωνικά ελληνικά: λαλῶ
- ⇒ νέα ελληνικά: λαλώ > λαλάω