διακηρύσσω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- διακηρύσσω < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή διακηρύσσω < αρχαία ελληνική δια- + αρχαία ελληνική κηρύσσω ((σημασιολογικό δάνειο) γαλλική proclamer) [1]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ði̯a.ciˈɾi.so/ & /ðʝa.ciˈɾi.so/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : δι‐α‐κη‐ρύσ‐σω
Ρήμα
επεξεργασίαδιακηρύσσω, πρτ.: διακήρυσσα, στ.μέλλ.: θα διακηρύξω, αόρ.: διακήρυξα, παθ.φωνή: διακηρύσσομαι, π.αόρ.: διακηρύχτηκα, μτχ.π.π.: διακηρυγμένος
- κάνω γνωστή σε όλους με τρόπο σαφή και επίσημο μια θέση, άποψη, πίστη, απόφασή μου κλπ· (ιδιαίτερα για ό,τι είναι σχετικό με αξίες, ιδεώδη ή την προσωπική αξιοπρέπεια κάποιου)
- δηλώνω κάτι επανειλημμένα και έντονα, κατά τρόπο υπερβολικό και ενοχλητικό
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία→ και δείτε τις λέξεις διά και κηρύσσω
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | διακηρύσσω | διακήρυσσα | θα διακηρύσσω | να διακηρύσσω | διακηρύσσοντας | |
β' ενικ. | διακηρύσσεις | διακήρυσσες | θα διακηρύσσεις | να διακηρύσσεις | διακήρυσσε | |
γ' ενικ. | διακηρύσσει | διακήρυσσε | θα διακηρύσσει | να διακηρύσσει | ||
α' πληθ. | διακηρύσσουμε | διακηρύσσαμε | θα διακηρύσσουμε | να διακηρύσσουμε | ||
β' πληθ. | διακηρύσσετε | διακηρύσσατε | θα διακηρύσσετε | να διακηρύσσετε | διακηρύσσετε | |
γ' πληθ. | διακηρύσσουν(ε) | διακήρυσσαν διακηρύσσαν(ε) |
θα διακηρύσσουν(ε) | να διακηρύσσουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | διακήρυξα | θα διακηρύξω | να διακηρύξω | διακηρύξει | ||
β' ενικ. | διακήρυξες | θα διακηρύξεις | να διακηρύξεις | διακήρυξε | ||
γ' ενικ. | διακήρυξε | θα διακηρύξει | να διακηρύξει | |||
α' πληθ. | διακηρύξαμε | θα διακηρύξουμε | να διακηρύξουμε | |||
β' πληθ. | διακηρύξατε | θα διακηρύξετε | να διακηρύξετε | διακηρύξτε | ||
γ' πληθ. | διακήρυξαν διακηρύξαν(ε) |
θα διακηρύξουν(ε) | να διακηρύξουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω διακηρύξει | είχα διακηρύξει | θα έχω διακηρύξει | να έχω διακηρύξει | ||
β' ενικ. | έχεις διακηρύξει | είχες διακηρύξει | θα έχεις διακηρύξει | να έχεις διακηρύξει | ||
γ' ενικ. | έχει διακηρύξει | είχε διακηρύξει | θα έχει διακηρύξει | να έχει διακηρύξει | ||
α' πληθ. | έχουμε διακηρύξει | είχαμε διακηρύξει | θα έχουμε διακηρύξει | να έχουμε διακηρύξει | ||
β' πληθ. | έχετε διακηρύξει | είχατε διακηρύξει | θα έχετε διακηρύξει | να έχετε διακηρύξει | ||
γ' πληθ. | έχουν διακηρύξει | είχαν διακηρύξει | θα έχουν διακηρύξει | να έχουν διακηρύξει |
|
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | διακηρύσσομαι | διακηρυσσόμουν(α) | θα διακηρύσσομαι | να διακηρύσσομαι | ||
β' ενικ. | διακηρύσσεσαι | διακηρυσσόσουν(α) | θα διακηρύσσεσαι | να διακηρύσσεσαι | ||
γ' ενικ. | διακηρύσσεται | διακηρυσσόταν(ε) | θα διακηρύσσεται | να διακηρύσσεται | ||
α' πληθ. | διακηρυσσόμαστε | διακηρυσσόμαστε διακηρυσσόμασταν |
θα διακηρυσσόμαστε | να διακηρυσσόμαστε | ||
β' πληθ. | διακηρύσσεστε | διακηρυσσόσαστε διακηρυσσόσασταν |
θα διακηρύσσεστε | να διακηρύσσεστε | (διακηρύσσεστε) | |
γ' πληθ. | διακηρύσσονται | διακηρύσσονταν διακηρυσσόντουσαν |
θα διακηρύσσονται | να διακηρύσσονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | διακηρύχτηκα | θα διακηρυχτώ | να διακηρυχτώ | διακηρυχτεί | ||
β' ενικ. | διακηρύχτηκες | θα διακηρυχτείς | να διακηρυχτείς | διακηρύξου | ||
γ' ενικ. | διακηρύχτηκε | θα διακηρυχτεί | να διακηρυχτεί | |||
α' πληθ. | διακηρυχτήκαμε | θα διακηρυχτούμε | να διακηρυχτούμε | |||
β' πληθ. | διακηρυχτήκατε | θα διακηρυχτείτε | να διακηρυχτείτε | διακηρυχτείτε | ||
γ' πληθ. | διακηρύχτηκαν διακηρυχτήκαν(ε) |
θα διακηρυχτούν(ε) | να διακηρυχτούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω διακηρυχτεί | είχα διακηρυχτεί | θα έχω διακηρυχτεί | να έχω διακηρυχτεί | διακηρυγμένος | |
β' ενικ. | έχεις διακηρυχτεί | είχες διακηρυχτεί | θα έχεις διακηρυχτεί | να έχεις διακηρυχτεί | ||
γ' ενικ. | έχει διακηρυχτεί | είχε διακηρυχτεί | θα έχει διακηρυχτεί | να έχει διακηρυχτεί | ||
α' πληθ. | έχουμε διακηρυχτεί | είχαμε διακηρυχτεί | θα έχουμε διακηρυχτεί | να έχουμε διακηρυχτεί | ||
β' πληθ. | έχετε διακηρυχτεί | είχατε διακηρυχτεί | θα έχετε διακηρυχτεί | να έχετε διακηρυχτεί | ||
γ' πληθ. | έχουν διακηρυχτεί | είχαν διακηρυχτεί | θα έχουν διακηρυχτεί | να έχουν διακηρυχτεί | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι (β΄ τύποι) | ||||||
Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι διακηρυγμένος - είμαστε, είστε, είναι διακηρυγμένοι | |||||
Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν διακηρυγμένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν διακηρυγμένοι | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι διακηρυγμένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι διακηρυγμένοι | |||||
Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι διακηρυγμένος - να είμαστε, να είστε, να είναι διακηρυγμένοι |
Μεταφράσεις
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ διακηρύσσω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- διακηρύσσω < δια- + αρχαία ελληνική κηρύσσω
Ρήμα
επεξεργασίαδιακηρύσσω
Πηγές
επεξεργασία- διακηρύσσω - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- διακηρύσσω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.