↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η διακήρυξη οι διακηρύξεις
      γενική της διακήρυξης* των διακηρύξεων
    αιτιατική τη διακήρυξη τις διακηρύξεις
     κλητική διακήρυξη διακηρύξεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, διακηρύξεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
διακήρυξη < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή διακήρυξις < διακηρύσσω < αρχαία ελληνική δια- + κηρύσσω (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική proclamation)

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ði.aˈci.ɾi.ksi/ & /ðʝaˈci.ɾi.ksi/
τυπογραφικός συλλαβισμός: δι‐α‐κή‐ρυ‐ξη

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

διακήρυξη θηλυκό

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία