Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η επικύρωση οι επικυρώσεις
      γενική της επικύρωσης* των επικυρώσεων
    αιτιατική την επικύρωση τις επικυρώσεις
     κλητική επικύρωση επικυρώσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, επικυρώσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

επικύρωση < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἐπικύρω(σις) + -ση < ἐπικυρόω. Επιφανειακά αναλύεται σε επί- + κύρωση.

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /e.piˈci.ɾo.si/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ε‐πι‐κύ‐ρω‐ση

  Ουσιαστικό επεξεργασία

επικύρωση θηλυκό

  • η ενέργεια του επικυρώνω
    1. η επίσημη και οριστική έγκριση νόμων, αποτελεσμάτων, αποφάσεων από την αρμόδια αρχή
      Η αντιπολίτευση ζητεί από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας να μην προχωρήσει στην επικύρωση του νέου νόμου.
      Το ΑΣΕΠ θα συνεδριάσει για την επικύρωση των αποτελεσμάτων του τελευταίου διαγωνισμού.
    2. η θεώρηση της γνησιότητας ή της ακρίβειας εγγράφου ή αντιγράφου· η σήμανση εγγράφου ή αντιγράφου που το καθιστά έγκυρο και αποδεκτό
      επικύρωση φωτοαντιγράφου ή διαβατηρίου
    3. (σπάνιο) η διαβεβαίωση

Συγγενικά επεξεργασία

→ και δείτε τη λέξη κυρώνω

  Μεταφράσεις επεξεργασία