θεώρηση
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | θεώρηση | οι | θεωρήσεις |
γενική | της | θεώρησης* | των | θεωρήσεων |
αιτιατική | τη | θεώρηση | τις | θεωρήσεις |
κλητική | θεώρηση | θεωρήσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, θεωρήσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- θεώρηση < αρχαία ελληνική θεώρησις (θεωρία, άποψη)
Ουσιαστικό επεξεργασία
θεώρηση θηλυκό
- επίσημη σφραγίδα ή υπογραφή που τίθεται σε έγγραφο για επικύρωση ή έλεγχο
- εξέταση και έγκριση ενός κειμένου ή εγγράφου
- δοξασία ή γνώμη συχνά εκφρασμένη μακροσκελώς ως θεωρία πεποίθησης
- μία πιθανή εκδοχή σε ζήτημα ή φαινόμενο, σκοπιά
- κοσμοθεωρία
Μεταφράσεις επεξεργασία
εξέταση και έγκριση ενός κειμένου
δοξασία ή γνώμη