Δείτε επίσης: κίρρωση, κυρώσει
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κύρωση οι κυρώσεις
      γενική της κύρωσης* των κυρώσεων
    αιτιατική την κύρωση τις κυρώσεις
     κλητική κύρωση κυρώσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, κυρώσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

κύρωση θηλυκό

  1. η ενέργεια του κυρώνω, η επικύρωση
  2. τιμωρία ή μέτρα εναντίον κάποιου λόγω της παράβασης ενός κανονισμού, των όρων μιας συμφωνίας, μιας διεθνούς συνθήκης κ.λπ.
      η παράβαση των κανονισμών επισύρει διοικητικές κυρώσεις
      Οι κυρώσεις ήταν βαριές, ακόμα και ισόβια κάθειρξη! (Διδώ Σωτηρίου, Εντολή, 1976 [μυθιστόρημα])

Συγγενικά

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία