κύρωση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | κύρωση | οι | κυρώσεις |
γενική | της | κύρωσης* | των | κυρώσεων |
αιτιατική | την | κύρωση | τις | κυρώσεις |
κλητική | κύρωση | κυρώσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, κυρώσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- κύρωση < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική κύρωσις < κυρόω / κυρῶ < κῦρος
- σημασία: «τιμωρία, ποινή» < σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική sanction[1]
Ουσιαστικό
επεξεργασίακύρωση θηλυκό
- η ενέργεια του κυρώνω, η επικύρωση
- τιμωρία ή μέτρα εναντίον κάποιου λόγω της παράβασης ενός κανονισμού, των όρων μιας συμφωνίας, μιας διεθνούς συνθήκης κ.λπ.
- ↪ η παράβαση των κανονισμών επισύρει διοικητικές κυρώσεις
- ※ Οι κυρώσεις ήταν βαριές, ακόμα και ισόβια κάθειρξη! (Διδώ Σωτηρίου, Εντολή, 1976 [μυθιστόρημα])
Συγγενικά
επεξεργασία→ και δείτε τις λέξεις κυρώνω και κύρος
Μεταφράσεις
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ κύρωση - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας