κίρρωση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | κίρρωση | οι | κιρρώσεις |
γενική | της | κίρρωσης* | των | κιρρώσεων |
αιτιατική | την | κίρρωση | τις | κιρρώσεις |
κλητική | κίρρωση | κιρρώσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, κιρρώσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- κίρρωση < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική cirrhose < αρχαία ελληνική κιρρός
Ουσιαστικό
επεξεργασίακίρρωση θηλυκό