Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
sanction sanctions

sanction (en)

  1. η έγκριση, η συγκατάθεση, η επικύρωση
  2. η κύρωση (ποινή)
    ⮡  Any action to remove the sanctions which are in place would be counterintuitive and paradoxical.
    Οποιαδήποτε ενέργεια για την άρση των κυρώσεων που εφαρμόζονται επί του παρόντος θα ήταν αντιδιαισθητική και παράδοξη.
ενεστώτας sanction
γ΄ ενικό ενεστώτα sanctions
αόριστος sanctioned
παθητική μετοχή sanctioned
ενεργητική μετοχή sanctioning

sanction (en)

  1. επικυρώνω, εγκρίνω, επιτρέπω
  2. επιδοκιμάζω
  3. επιβάλλω κυρώσεις



  Προφορά

επεξεργασία
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

sanction (fr) θηλυκό

Συγγενικά

επεξεργασία