προσκύρωση
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | προσκύρωση | οι | προσκυρώσεις |
γενική | της | προσκύρωσης* | των | προσκυρώσεων |
αιτιατική | την | προσκύρωση | τις | προσκυρώσεις |
κλητική | προσκύρωση | προσκυρώσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, προσκυρώσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- προσκύρωση < ελληνιστική προσκύρωσις
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
προσκύρωση θηλυκό
- (νομικός όρος) η αναγκαστική μεταβίβαση σε κάποιον της κυριότητας ενός πράγματος που ανήκει σε άλλον
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
προσκύρωση
|