Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κυριότητα οι κυριότητες
      γενική της κυριότητας των κυριοτήτων
    αιτιατική την κυριότητα τις κυριότητες
     κλητική κυριότητα κυριότητες
Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

κυριότητα < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή κυριότης, αιτιατική κυριότητα (εξουσία), σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική proprieté[1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ci.ɾiˈo.ti.ta/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κυ‐ρι‐ό‐τη‐τα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κυριότητα θηλυκό

Εκφράσεις επεξεργασία

νομικοί όροι:

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία