κυριότης
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
κῡριοτητ- | ||||||||
ονομαστική | ἡ | κυριότης | αἱ | κυριότητες | ||||
γενική | τῆς | κυριότητος | τῶν | κυριοτήτων | ||||
δοτική | τῇ | κυριότητῐ | ταῖς | κυριότησῐ(ν) | ||||
αιτιατική | τὴν | κυριότητᾰ | τὰς | κυριότητᾰς | ||||
κλητική ὦ! | κυριότης | κυριότητες | ||||||
δυϊκός | ||||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | κυριότητε | ||||||
γεν-δοτ | τοῖν | κυριοτήτοιν | ||||||
3η κλίση, Κατηγορία 'τάπης' όπως «τάπης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- κυριότης (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική κύριο(ς) + -της
Ουσιαστικό
επεξεργασίακυριότης, -ητος θηλυκό
Σύνθετα
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- κυριότης - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- κυριότης - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.