προσκυρώνω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- προσκυρώνω < ελληνιστική κοινή προσκυρόω[1] / προσκυρῶ < αρχαία ελληνική πρός + κυρόω / κυρῶ < κῦρος
Ρήμα
επεξεργασίαπροσκυρώνω (παθητική φωνή: προσκυρώνομαι)
- (νομικός όρος) μεταβιβάζω δικαστικά την κυριότητα σε άλλον
- (λόγιο) άλλη μορφή του επικυρώνω
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- προσκυρωμένος
- προσκύρωση
- προσκυρωτέος
- προσκυρωτικά
- προσκυρωτικός
- προσκυρωτικώς
- → δείτε τις λέξεις προς, κυρώνω και κύρος
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | προσκυρώνω | προσκύρωνα | θα προσκυρώνω | να προσκυρώνω | προσκυρώνοντας | |
β' ενικ. | προσκυρώνεις | προσκύρωνες | θα προσκυρώνεις | να προσκυρώνεις | προσκύρωνε | |
γ' ενικ. | προσκυρώνει | προσκύρωνε | θα προσκυρώνει | να προσκυρώνει | ||
α' πληθ. | προσκυρώνουμε | προσκυρώναμε | θα προσκυρώνουμε | να προσκυρώνουμε | ||
β' πληθ. | προσκυρώνετε | προσκυρώνατε | θα προσκυρώνετε | να προσκυρώνετε | προσκυρώνετε | |
γ' πληθ. | προσκυρώνουν(ε) | προσκύρωναν προσκυρώναν(ε) |
θα προσκυρώνουν(ε) | να προσκυρώνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | προσκύρωσα | θα προσκυρώσω | να προσκυρώσω | προσκυρώσει | ||
β' ενικ. | προσκύρωσες | θα προσκυρώσεις | να προσκυρώσεις | προσκύρωσε | ||
γ' ενικ. | προσκύρωσε | θα προσκυρώσει | να προσκυρώσει | |||
α' πληθ. | προσκυρώσαμε | θα προσκυρώσουμε | να προσκυρώσουμε | |||
β' πληθ. | προσκυρώσατε | θα προσκυρώσετε | να προσκυρώσετε | προσκυρώστε | ||
γ' πληθ. | προσκύρωσαν προσκυρώσαν(ε) |
θα προσκυρώσουν(ε) | να προσκυρώσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω προσκυρώσει | είχα προσκυρώσει | θα έχω προσκυρώσει | να έχω προσκυρώσει | ||
β' ενικ. | έχεις προσκυρώσει | είχες προσκυρώσει | θα έχεις προσκυρώσει | να έχεις προσκυρώσει | ||
γ' ενικ. | έχει προσκυρώσει | είχε προσκυρώσει | θα έχει προσκυρώσει | να έχει προσκυρώσει | ||
α' πληθ. | έχουμε προσκυρώσει | είχαμε προσκυρώσει | θα έχουμε προσκυρώσει | να έχουμε προσκυρώσει | ||
β' πληθ. | έχετε προσκυρώσει | είχατε προσκυρώσει | θα έχετε προσκυρώσει | να έχετε προσκυρώσει | ||
γ' πληθ. | έχουν προσκυρώσει | είχαν προσκυρώσει | θα έχουν προσκυρώσει | να έχουν προσκυρώσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία προσκυρώνω
|
Πηγές
επεξεργασία- προσκυρώνω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- προσκυρώνω - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- προσκυρώνω - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)
- ↑ προσκυρόω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.