κυρώνω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- κυρώνω < αρχαία ελληνική κῡρόω / κυρῶ + -ώνω < κῦρος
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ciˈɾo.no/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κυ‐ρώ‐νω
- ομόηχο: κηρώνω (αρχ. ελληνικά)
Ρήμα
επεξεργασίακυρώνω, αόρ.: κύρωσα, παθ.φωνή: κυρώνομαι, π.αόρ.: κυρώθηκα, μτχ.π.π.: κυρωμένος
- (νομικός όρος) καθιστώ κάτι νομικά έγκυρο, του προσδίδω εγκυρότητα και ισχύ
- ※ Κυρώθηκε η συμφωνία με την Αίγυπτο για την ΑΟΖ (εφ. Το Βήμα, 27.08.2020)
Συγγενικά
επεξεργασία→ και δείτε τη λέξη κύρος
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | κυρώνω | κύρωνα | θα κυρώνω | να κυρώνω | κυρώνοντας | |
β' ενικ. | κυρώνεις | κύρωνες | θα κυρώνεις | να κυρώνεις | κύρωνε | |
γ' ενικ. | κυρώνει | κύρωνε | θα κυρώνει | να κυρώνει | ||
α' πληθ. | κυρώνουμε | κυρώναμε | θα κυρώνουμε | να κυρώνουμε | ||
β' πληθ. | κυρώνετε | κυρώνατε | θα κυρώνετε | να κυρώνετε | κυρώνετε | |
γ' πληθ. | κυρώνουν(ε) | κύρωναν κυρώναν(ε) |
θα κυρώνουν(ε) | να κυρώνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | κύρωσα | θα κυρώσω | να κυρώσω | κυρώσει | ||
β' ενικ. | κύρωσες | θα κυρώσεις | να κυρώσεις | κύρωσε | ||
γ' ενικ. | κύρωσε | θα κυρώσει | να κυρώσει | |||
α' πληθ. | κυρώσαμε | θα κυρώσουμε | να κυρώσουμε | |||
β' πληθ. | κυρώσατε | θα κυρώσετε | να κυρώσετε | κυρώστε | ||
γ' πληθ. | κύρωσαν κυρώσαν(ε) |
θα κυρώσουν(ε) | να κυρώσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω κυρώσει | είχα κυρώσει | θα έχω κυρώσει | να έχω κυρώσει | ||
β' ενικ. | έχεις κυρώσει | είχες κυρώσει | θα έχεις κυρώσει | να έχεις κυρώσει | ||
γ' ενικ. | έχει κυρώσει | είχε κυρώσει | θα έχει κυρώσει | να έχει κυρώσει | ||
α' πληθ. | έχουμε κυρώσει | είχαμε κυρώσει | θα έχουμε κυρώσει | να έχουμε κυρώσει | ||
β' πληθ. | έχετε κυρώσει | είχατε κυρώσει | θα έχετε κυρώσει | να έχετε κυρώσει | ||
γ' πληθ. | έχουν κυρώσει | είχαν κυρώσει | θα έχουν κυρώσει | να έχουν κυρώσει |
|
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | κυρώνομαι | κυρωνόμουν(α) | θα κυρώνομαι | να κυρώνομαι | ||
β' ενικ. | κυρώνεσαι | κυρωνόσουν(α) | θα κυρώνεσαι | να κυρώνεσαι | ||
γ' ενικ. | κυρώνεται | κυρωνόταν(ε) | θα κυρώνεται | να κυρώνεται | ||
α' πληθ. | κυρωνόμαστε | κυρωνόμαστε κυρωνόμασταν |
θα κυρωνόμαστε | να κυρωνόμαστε | ||
β' πληθ. | κυρώνεστε | κυρωνόσαστε κυρωνόσασταν |
θα κυρώνεστε | να κυρώνεστε | (κυρώνεστε) | |
γ' πληθ. | κυρώνονται | κυρώνονταν κυρωνόντουσαν |
θα κυρώνονται | να κυρώνονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | κυρώθηκα | θα κυρωθώ | να κυρωθώ | κυρωθεί | ||
β' ενικ. | κυρώθηκες | θα κυρωθείς | να κυρωθείς | κυρώσου | ||
γ' ενικ. | κυρώθηκε | θα κυρωθεί | να κυρωθεί | |||
α' πληθ. | κυρωθήκαμε | θα κυρωθούμε | να κυρωθούμε | |||
β' πληθ. | κυρωθήκατε | θα κυρωθείτε | να κυρωθείτε | κυρωθείτε | ||
γ' πληθ. | κυρώθηκαν κυρωθήκαν(ε) |
θα κυρωθούν(ε) | να κυρωθούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω κυρωθεί | είχα κυρωθεί | θα έχω κυρωθεί | να έχω κυρωθεί | κυρωμένος | |
β' ενικ. | έχεις κυρωθεί | είχες κυρωθεί | θα έχεις κυρωθεί | να έχεις κυρωθεί | ||
γ' ενικ. | έχει κυρωθεί | είχε κυρωθεί | θα έχει κυρωθεί | να έχει κυρωθεί | ||
α' πληθ. | έχουμε κυρωθεί | είχαμε κυρωθεί | θα έχουμε κυρωθεί | να έχουμε κυρωθεί | ||
β' πληθ. | έχετε κυρωθεί | είχατε κυρωθεί | θα έχετε κυρωθεί | να έχετε κυρωθεί | ||
γ' πληθ. | έχουν κυρωθεί | είχαν κυρωθεί | θα έχουν κυρωθεί | να έχουν κυρωθεί | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι (β΄ τύποι) | ||||||
Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι κυρωμένος - είμαστε, είστε, είναι κυρωμένοι | |||||
Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν κυρωμένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν κυρωμένοι | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι κυρωμένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι κυρωμένοι | |||||
Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι κυρωμένος - να είμαστε, να είστε, να είναι κυρωμένοι |