άκυρος
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- άκυρος < αρχαία ελληνική ἄκυρος
ΕπίθετοΕπεξεργασία
άκυρος
- που έγινε κατά παράβαση κάποιων κανόνων ή χωρίς να τηρηθούν οι προβλεπόμενες διαδικασίες και γι' αυτό το λόγο θεωρείται ως μη γενόμενος
- το γκολ ήταν άκυρο αφού ο παίκτης ήταν σε θέση οφσάιντ