κατακυρώνω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- κατακυρώνω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική κατακυρ(ῶ_, συνηρημένος τύπος του κατακυρόω + -ώνω < κατα- + κυρόω / κυρῶ < κῦρος
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ka.ta.ciˈɾo.no/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κα‐τα‐κυ‐ρώ‐νω
Ρήμα
επεξεργασίακατακυρώνω, αόρ.: κατακύρωσα, παθ.φωνή: κατακυρώνομαι, π.αόρ.: κατακυρώθηκα, μτχ.π.π.: κατακυρωμένος
- κάνω κάτι να είναι έγκυρο
- (νομικός όρος) αναγνωρίζω επίσημα το δικαίωμα κάποιου να έχει κάτι στην κατοχή του
- (ειδικότερα) εγκρίνω την πλειοδοτική προσφορά κάποιου σε δημοπρασία και του μεταβιβάζω την κυριότητα κάποιου πράγματος
Συγγενικά
επεξεργασία→ και δείτε τη λέξη κύρος
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | κατακυρώνω | κατακύρωνα | θα κατακυρώνω | να κατακυρώνω | κατακυρώνοντας | |
β' ενικ. | κατακυρώνεις | κατακύρωνες | θα κατακυρώνεις | να κατακυρώνεις | κατακύρωνε | |
γ' ενικ. | κατακυρώνει | κατακύρωνε | θα κατακυρώνει | να κατακυρώνει | ||
α' πληθ. | κατακυρώνουμε | κατακυρώναμε | θα κατακυρώνουμε | να κατακυρώνουμε | ||
β' πληθ. | κατακυρώνετε | κατακυρώνατε | θα κατακυρώνετε | να κατακυρώνετε | κατακυρώνετε | |
γ' πληθ. | κατακυρώνουν(ε) | κατακύρωναν κατακυρώναν(ε) |
θα κατακυρώνουν(ε) | να κατακυρώνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | κατακύρωσα | θα κατακυρώσω | να κατακυρώσω | κατακυρώσει | ||
β' ενικ. | κατακύρωσες | θα κατακυρώσεις | να κατακυρώσεις | κατακύρωσε | ||
γ' ενικ. | κατακύρωσε | θα κατακυρώσει | να κατακυρώσει | |||
α' πληθ. | κατακυρώσαμε | θα κατακυρώσουμε | να κατακυρώσουμε | |||
β' πληθ. | κατακυρώσατε | θα κατακυρώσετε | να κατακυρώσετε | κατακυρώστε | ||
γ' πληθ. | κατακύρωσαν κατακυρώσαν(ε) |
θα κατακυρώσουν(ε) | να κατακυρώσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω κατακυρώσει | είχα κατακυρώσει | θα έχω κατακυρώσει | να έχω κατακυρώσει | ||
β' ενικ. | έχεις κατακυρώσει | είχες κατακυρώσει | θα έχεις κατακυρώσει | να έχεις κατακυρώσει | ||
γ' ενικ. | έχει κατακυρώσει | είχε κατακυρώσει | θα έχει κατακυρώσει | να έχει κατακυρώσει | ||
α' πληθ. | έχουμε κατακυρώσει | είχαμε κατακυρώσει | θα έχουμε κατακυρώσει | να έχουμε κατακυρώσει | ||
β' πληθ. | έχετε κατακυρώσει | είχατε κατακυρώσει | θα έχετε κατακυρώσει | να έχετε κατακυρώσει | ||
γ' πληθ. | έχουν κατακυρώσει | είχαν κατακυρώσει | θα έχουν κατακυρώσει | να έχουν κατακυρώσει |
|
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | κατακυρώνομαι | κατακυρωνόμουν(α) | θα κατακυρώνομαι | να κατακυρώνομαι | ||
β' ενικ. | κατακυρώνεσαι | κατακυρωνόσουν(α) | θα κατακυρώνεσαι | να κατακυρώνεσαι | ||
γ' ενικ. | κατακυρώνεται | κατακυρωνόταν(ε) | θα κατακυρώνεται | να κατακυρώνεται | ||
α' πληθ. | κατακυρωνόμαστε | κατακυρωνόμαστε κατακυρωνόμασταν |
θα κατακυρωνόμαστε | να κατακυρωνόμαστε | ||
β' πληθ. | κατακυρώνεστε | κατακυρωνόσαστε κατακυρωνόσασταν |
θα κατακυρώνεστε | να κατακυρώνεστε | (κατακυρώνεστε) | |
γ' πληθ. | κατακυρώνονται | κατακυρώνονταν κατακυρωνόντουσαν |
θα κατακυρώνονται | να κατακυρώνονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | κατακυρώθηκα | θα κατακυρωθώ | να κατακυρωθώ | κατακυρωθεί | ||
β' ενικ. | κατακυρώθηκες | θα κατακυρωθείς | να κατακυρωθείς | κατακυρώσου | ||
γ' ενικ. | κατακυρώθηκε | θα κατακυρωθεί | να κατακυρωθεί | |||
α' πληθ. | κατακυρωθήκαμε | θα κατακυρωθούμε | να κατακυρωθούμε | |||
β' πληθ. | κατακυρωθήκατε | θα κατακυρωθείτε | να κατακυρωθείτε | κατακυρωθείτε | ||
γ' πληθ. | κατακυρώθηκαν κατακυρωθήκαν(ε) |
θα κατακυρωθούν(ε) | να κατακυρωθούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω κατακυρωθεί | είχα κατακυρωθεί | θα έχω κατακυρωθεί | να έχω κατακυρωθεί | κατακυρωμένος | |
β' ενικ. | έχεις κατακυρωθεί | είχες κατακυρωθεί | θα έχεις κατακυρωθεί | να έχεις κατακυρωθεί | ||
γ' ενικ. | έχει κατακυρωθεί | είχε κατακυρωθεί | θα έχει κατακυρωθεί | να έχει κατακυρωθεί | ||
α' πληθ. | έχουμε κατακυρωθεί | είχαμε κατακυρωθεί | θα έχουμε κατακυρωθεί | να έχουμε κατακυρωθεί | ||
β' πληθ. | έχετε κατακυρωθεί | είχατε κατακυρωθεί | θα έχετε κατακυρωθεί | να έχετε κατακυρωθεί | ||
γ' πληθ. | έχουν κατακυρωθεί | είχαν κατακυρωθεί | θα έχουν κατακυρωθεί | να έχουν κατακυρωθεί | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι (β΄ τύποι) | ||||||
Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι κατακυρωμένος - είμαστε, είστε, είναι κατακυρωμένοι | |||||
Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν κατακυρωμένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν κατακυρωμένοι | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι κατακυρωμένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι κατακυρωμένοι | |||||
Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι κατακυρωμένος - να είμαστε, να είστε, να είναι κατακυρωμένοι |
Μεταφράσεις
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- κατακυρώνω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας