Δείτε επίσης: κατοχυρώνω

Ετυμολογία

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ka.ta.ciˈɾo.no/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κατακυρώνω

κατακυρώνω, αόρ.: κατακύρωσα, παθ.φωνή: κατακυρώνομαι, π.αόρ.: κατακυρώθηκα, μτχ.π.π.: κατακυρωμένος

  1. κάνω κάτι να είναι έγκυρο
     συνώνυμα: επικυρώνω
  2. (νομικός όρος) αναγνωρίζω επίσημα το δικαίωμα κάποιου να έχει κάτι στην κατοχή του
  3. (ειδικότερα) εγκρίνω την πλειοδοτική προσφορά κάποιου σε δημοπρασία και του μεταβιβάζω την κυριότητα κάποιου πράγματος

Συγγενικά

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία