κατοχυρώνω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- κατοχυρώνω < (ελληνιστική κοινή) κατοχυρόω / κατοχυρῶ < κατά + αρχαία ελληνική ὀχυρόω / ὀχυρῶ < ὀχυρός
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ka.to.çiˈɾo.no/
Ρήμα
επεξεργασίακατοχυρώνω, πρτ.: κατοχύρωνα, στ.μέλλ.: θα κατοχυρώσω, αόρ.: κατοχύρωσα, παθ.φωνή: κατοχυρώνομαι, μτχ.π.π.: κατοχυρωμένος
- εξασφαλίζω ότι κάτι (πράγμα, δικαίωμα κ.λπ.) μού ανήκει και δεν κινδυνεύω να το χάσω
- οι λαοί έδωσαν πολλούς αγώνες για να κατοχυρώσουν τις ελευθερίες και τα δικαιώματά τους
- (ειδικότερα) (για εξετάσεις) εξασφαλίζω την θετική για μένα βαθμολογία που πήρα σε ένα ή περισσότερα από ένα σύνολο μαθημάτων, ώστε να μην υποχρεωθώ στο μέλλον σε συνολική επανεξέταση
Συνώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- ακατοχύρωτος
- κατοχυρωμένος
- κατοχύρωση
- κατοχυρωτικός
- → δείτε τις λέξεις οχυρώνω και οχυρός
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | κατοχυρώνω | κατοχύρωνα | θα κατοχυρώνω | να κατοχυρώνω | κατοχυρώνοντας | |
β' ενικ. | κατοχυρώνεις | κατοχύρωνες | θα κατοχυρώνεις | να κατοχυρώνεις | κατοχύρωνε | |
γ' ενικ. | κατοχυρώνει | κατοχύρωνε | θα κατοχυρώνει | να κατοχυρώνει | ||
α' πληθ. | κατοχυρώνουμε | κατοχυρώναμε | θα κατοχυρώνουμε | να κατοχυρώνουμε | ||
β' πληθ. | κατοχυρώνετε | κατοχυρώνατε | θα κατοχυρώνετε | να κατοχυρώνετε | κατοχυρώνετε | |
γ' πληθ. | κατοχυρώνουν(ε) | κατοχύρωναν κατοχυρώναν(ε) |
θα κατοχυρώνουν(ε) | να κατοχυρώνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | κατοχύρωσα | θα κατοχυρώσω | να κατοχυρώσω | κατοχυρώσει | ||
β' ενικ. | κατοχύρωσες | θα κατοχυρώσεις | να κατοχυρώσεις | κατοχύρωσε | ||
γ' ενικ. | κατοχύρωσε | θα κατοχυρώσει | να κατοχυρώσει | |||
α' πληθ. | κατοχυρώσαμε | θα κατοχυρώσουμε | να κατοχυρώσουμε | |||
β' πληθ. | κατοχυρώσατε | θα κατοχυρώσετε | να κατοχυρώσετε | κατοχυρώστε | ||
γ' πληθ. | κατοχύρωσαν κατοχυρώσαν(ε) |
θα κατοχυρώσουν(ε) | να κατοχυρώσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω κατοχυρώσει | είχα κατοχυρώσει | θα έχω κατοχυρώσει | να έχω κατοχυρώσει | ||
β' ενικ. | έχεις κατοχυρώσει | είχες κατοχυρώσει | θα έχεις κατοχυρώσει | να έχεις κατοχυρώσει | ||
γ' ενικ. | έχει κατοχυρώσει | είχε κατοχυρώσει | θα έχει κατοχυρώσει | να έχει κατοχυρώσει | ||
α' πληθ. | έχουμε κατοχυρώσει | είχαμε κατοχυρώσει | θα έχουμε κατοχυρώσει | να έχουμε κατοχυρώσει | ||
β' πληθ. | έχετε κατοχυρώσει | είχατε κατοχυρώσει | θα έχετε κατοχυρώσει | να έχετε κατοχυρώσει | ||
γ' πληθ. | έχουν κατοχυρώσει | είχαν κατοχυρώσει | θα έχουν κατοχυρώσει | να έχουν κατοχυρώσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία κατοχυρώνω