ακατοχύρωτος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ακατοχύρωτος < α- στερητικό + κατοχυρώνω + κατάληξη ρηματικών επιθέτων -τος
Επίθετο επεξεργασία
ακατοχύρωτος, -η, -ο
- που δεν έχει κατοχυρωθεί
Αντώνυμα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
ακατοχύρωτος