Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
κατοχυρωμένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Μετοχή
1.2.1
Αντώνυμα
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
κατοχυρωμέν
ος
η
κατοχυρωμέν
η
το
κατοχυρωμέν
ο
γενική
του
κατοχυρωμέν
ου
της
κατοχυρωμέν
ης
του
κατοχυρωμέν
ου
αιτιατική
τον
κατοχυρωμέν
ο
την
κατοχυρωμέν
η
το
κατοχυρωμέν
ο
κλητική
κατοχυρωμέν
ε
κατοχυρωμέν
η
κατοχυρωμέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
κατοχυρωμέν
οι
οι
κατοχυρωμέν
ες
τα
κατοχυρωμέν
α
γενική
των
κατοχυρωμέν
ων
των
κατοχυρωμέν
ων
των
κατοχυρωμέν
ων
αιτιατική
τους
κατοχυρωμέν
ους
τις
κατοχυρωμέν
ες
τα
κατοχυρωμέν
α
κλητική
κατοχυρωμέν
οι
κατοχυρωμέν
ες
κατοχυρωμέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
κατοχυρωμένος
:
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
κατοχυρώνω
Μετοχή
επεξεργασία
κατοχυρωμένος, -η, -ο
που έχει
κατοχυρωθεί
Αντώνυμα
επεξεργασία
ακατοχύρωτος
Μεταφράσεις
επεξεργασία
κατοχυρωμένος
αγγλικά
:
protected
(en)
,
secure
(en)
,
vested
(en)