Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο κατοχυρωμένος η κατοχυρωμένη το κατοχυρωμένο
      γενική του κατοχυρωμένου της κατοχυρωμένης του κατοχυρωμένου
    αιτιατική τον κατοχυρωμένο την κατοχυρωμένη το κατοχυρωμένο
     κλητική κατοχυρωμένε κατοχυρωμένη κατοχυρωμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι κατοχυρωμένοι οι κατοχυρωμένες τα κατοχυρωμένα
      γενική των κατοχυρωμένων των κατοχυρωμένων των κατοχυρωμένων
    αιτιατική τους κατοχυρωμένους τις κατοχυρωμένες τα κατοχυρωμένα
     κλητική κατοχυρωμένοι κατοχυρωμένες κατοχυρωμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

κατοχυρωμένος: μετοχή παθητικού παρακειμένου κατοχυρώνω

  Μετοχή επεξεργασία

κατοχυρωμένος, -η, -ο

Αντώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία