Επίθετο

επεξεργασία
παραθετικά
θετικός secure
συγκριτικός securer / more secure
υπερθετικός securest / most secure

secure (en)

  1. ασφαλής, σίγουρος, είναι πιθανό να συνεχίσει ή να είναι επιτυχημένος για μεγάλο χρονικό διάστημα
    ⮡  a secure investment - μια ασφαλής επένδυση
    ⮡  He has a secure position.
    Έχει μια σίγουρη θέση.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη dependable
  2. ασφαλής, όπου κάποιος ή κάτι δεν μπορεί να βλάψει
    ⮡  You are secure here.
    Εδώ είσαι ασφαλής.
    ⮡  We are secure against attack.
    Είμαστε ασφαλείς από επίθεση.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη safe
  3. ασφαλής, σίγουρος, νιώθω χαρούμενος και σίγουρος για τον εαυτό μου ή για μια συγκεκριμένη κατάσταση
    ⮡  I feel secure about the future.
    Νιώθω ασφαλής για το μέλλον.
    ⮡  I don’t feel secure.
    Δεν νιώθω σίγουρος.
    ⮡  I am secure with myself.
    Είμαι σίγουρος για τον εαυτό μου.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη certain
  4. ασφαλίζω, φρουρούμενο κτίριο, πόρτα ή δωμάτιο έτσι ώστε να είναι δύσκολο για κάποιον να βγει ή να μπει
    ⮡  Make all the windows secure before leaving.
    Ασφάλισε όλα τα παράθυρα πριν φύγεις.

Παράγωγα

επεξεργασία
ενεστώτας secure
γ΄ ενικό ενεστώτα secures
αόριστος secured
παθητική μετοχή secured
ενεργητική μετοχή securing

secure (en)



  Ουσιαστικό

επεξεργασία

secure (ro)