παραθετικά
θετικός self-secure
συγκριτικός more self-secure
υπερθετικός most self-secure

  Ετυμολογία

επεξεργασία
self-secure < self + secure

  Επίθετο

επεξεργασία

self-secure (en)

  • σίγουρος για τον εαυτό μου
    ⮡  I am self-secure.
    Είμαι σίγουρος για τον εαυτό μου.
  • self-secure - Merriam–Webster Online Dictionary (μονόγλωσσο λεξικό, αγγλικά, από το 1828)