τσεκούρι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | τσεκούρι | τα | τσεκούρια |
γενική | του | τσεκουριού | των | τσεκουριών |
αιτιατική | το | τσεκούρι | τα | τσεκούρια |
κλητική | τσεκούρι | τσεκούρια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- τσεκούρι < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική τσεκούριον < ελληνιστική κοινή σεκούριον < λατινική securis < seco (κόβω) < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *sek- (κόβω)
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /t͡seˈku.ɾi/
Ουσιαστικό
επεξεργασίατσεκούρι ουδέτερο
- εργαλείο για το κόψιμο δέντρων ή ξύλων, αποτελούμενο από ξύλινη λαβή και βαριά κεφαλή με κοφτερή άκρη
- παλιό πολεμικό όπλο
- (μεταφορικά) απορριπτική βαθμολογία σε σχολικό μάθημα και (κατ’ επέκταση) αυστηρός βαθμολογητής
- φημολογείται ότι με το νέο καθηγητή θα πέσει τσεκούρι στη φυσική
Συνώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασία- τσεκούρι στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
επεξεργασία τσεκούρι
|