hakilo
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- hakilo < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | hakilo | hakiloj |
αιτιατική | hakilon | hakilojn |
hakilo (eo)
- το τσεκούρι
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | hakilo | hakiloj |
αιτιατική | hakilon | hakilojn |
hakilo (eo)