τσεκουριά
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | τσεκουριά | οι | τσεκουριές |
γενική | της | τσεκουριάς | των | τσεκουριών |
αιτιατική | την | τσεκουριά | τις | τσεκουριές |
κλητική | τσεκουριά | τσεκουριές | ||
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίατσεκουριά θηλυκό
Μεταφράσεις
επεξεργασία τσεκουριά
|