Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
βαθμολογητής
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
ο
βαθμολογητ
ής
οι
βαθμολογητ
ές
γενική
του
βαθμολογητ
ή
των
βαθμολογητ
ών
αιτιατική
τον
βαθμολογητ
ή
τους
βαθμολογητ
ές
κλητική
βαθμολογητ
ή
βαθμολογητ
ές
Κατηγορία
όπως «
ποιητής
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
βαθμολογητής
<
βαθμολογώ
+
-τής
Ουσιαστικό
επεξεργασία
βαθμολογητής
αρσενικό
,
βαθμολογήτρια
θηλυκό
αυτός που
βαθμολογεί
, που βάζει
βαθμό
σε κάποιον ή κάτι
Μεταφράσεις
επεξεργασία
βαθμολογητής
γαλλικά
:
notateur
(fr)