Ετυμολογία

επεξεργασία
τσεκουρώνω < τσεκούρι + -ώνω

τσεκουρώνω (παθητική φωνή: τσεκουρώνομαι)

  1. (κυριολεκτικά) χτυπώ με τσεκούρι
  2. (μεταφορικά) τιμωρώ αυστηρά
  3. (μεταφορικά) περιορίζω αυστηρά έξοδα, αποδοχές, άδειες κ.λπ.
  4. (μεταφορικά) βαθμολογώ πολύ αυστηρά, απορρίπτω κάποιον εξεταζόμενο σε ένα μάθημα

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία