↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο τσεκουρωμένος η τσεκουρωμένη το τσεκουρωμένο
      γενική του τσεκουρωμένου της τσεκουρωμένης του τσεκουρωμένου
    αιτιατική τον τσεκουρωμένο την τσεκουρωμένη το τσεκουρωμένο
     κλητική τσεκουρωμένε τσεκουρωμένη τσεκουρωμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι τσεκουρωμένοι οι τσεκουρωμένες τα τσεκουρωμένα
      γενική των τσεκουρωμένων των τσεκουρωμένων των τσεκουρωμένων
    αιτιατική τους τσεκουρωμένους τις τσεκουρωμένες τα τσεκουρωμένα
     κλητική τσεκουρωμένοι τσεκουρωμένες τσεκουρωμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

τσεκουρωμένος, -η, -ο

Αντώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία