↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το τσεκούρωμα τα τσεκουρώματα
      γενική του τσεκουρώματος των τσεκουρωμάτων
    αιτιατική το τσεκούρωμα τα τσεκουρώματα
     κλητική τσεκούρωμα τσεκουρώματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
τσεκούρωμα < τσεκουρώνω + -μα

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

τσεκούρωμα ουδέτερο

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία
  • τσεκούρωμαΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
  • τσεκούρωμα - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη.  (συντομογραφίες)