τσεκούρωμα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- τσεκούρωμα < τσεκουρώνω + -μα
Ουσιαστικό
επεξεργασίατσεκούρωμα ουδέτερο
- (κυριολεκτικά, μεταφορικά) η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του τσεκουρώνω
- (κυριολεκτικά) χτύπημα με τσεκούρι
- άλλες μορφές: τσεκουριά
- (μεταφορικά) ποινή ή τιμωρία που επιβάλλεται με αυστηρότητα
- (μεταφορικά) αυστηρός περιορισμός των εξόδων, αποδοχών, αδειών κ.λπ.
- (μεταφορικά) αυστηρή βαθμολόγηση ή απόρριψη σε εξεταζόμενο μάθημα
- (κυριολεκτικά) χτύπημα με τσεκούρι
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τις λέξεις τσεκουρώνω και τσεκούρι
Μεταφράσεις
επεξεργασία τσεκούρωμα
|
Πηγές
επεξεργασία- τσεκούρωμα - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- τσεκούρωμα - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)