Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος ουσιαστικού επεξεργασία

εξόδων θηλυκό

  1. γενική πληθυντικού του έξοδος

  Κλιτικός τύπος ουσιαστικού επεξεργασία

εξόδων ουδέτερο

  1. γενική πληθυντικού του έξοδο