αυστηρότητα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αυστηρότητα < αρχαία ελληνική αὐστηρότης
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /af.stiˈɾo.ti.ta/
Ουσιαστικό
επεξεργασίααυστηρότητα θηλυκό
- η ιδιότητα του να είναι κανείς αυστηρός
- το πρόσωπό του απέπνεε αυστηρότητα
- ο βαθμός στον οποίο τηρούνται οι κανόνες (πχ. μιας σχολικής τάξης), η εμμονή στη συμμόρφωση χωρίς παρεκκλίσεις
- (τέχνες) η απλότητα, η λιτότητα στο στυλ