Ετυμολογία

επεξεργασία
rigueur < λατινική rigor

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ʁi.ɡœʁ/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
rigueur rigueurs

rigueur (fr) θηλυκό

  1. η σχολαστικότητα
  2. η δριμύτητα, η τραχύτητα
  3. η αυστηρότητα

Συγγενικά

επεξεργασία