rigor
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαrigor (en)
Άλλες μορφές
επεξεργασία
Πορτογαλικά (pt)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
---|---|
rigor | rigores |
rigor (pt) αρσενικό
- η δριμύτητα, η αυστηρότητα
Εκφράσεις
επεξεργασία- de rigor - αυστηρά