πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η τραχύτητα οι τραχύτητες
      γενική της τραχύτητας των τραχυτήτων
    αιτιατική την τραχύτητα τις τραχύτητες
     κλητική τραχύτητα τραχύτητες
Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
τραχύτητα < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική τραχύτης από την αιτιατική ενικού «τὴν τραχύτητα». Συγχρονικά αναλύεται σε τραχ(ύς) + -ύτητα.

Ουσιαστικό

επεξεργασία

τραχύτητα θηλυκό

Μεταφράσεις

επεξεργασία



Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

επεξεργασία

τραχύτητα θηλυκό