Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τραχύτης αἱ τραχύτητες
      γενική τῆς τραχύτητος τῶν τραχυτήτων
      δοτική τῇ τραχύτητ ταῖς τραχύτησ(ν)
    αιτιατική τὴν τραχύτητ τὰς τραχύτητᾰς
     κλητική ! τραχύτης τραχύτητες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  τραχύτητε
γεν-δοτ τοῖν  τραχυτήτοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'τάπης' όπως «τάπης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

τραχύτης < τραχύ(ς) + -της

  Ουσιαστικό επεξεργασία

τραχύτης, -ητος θηλυκό

  1. τραχύτητα
  2. ανωμαλία
  3. κοφτερότητα, οξύτητα
  4. (μεταφορικά, για πρόσωπα) τραχύτητα, σκληρότητα, αγριότητα

Άλλες μορφές επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία