Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
αγριότητα
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Συνώνυμα
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
η
αγριότητ
α
οι
αγριότητ
ες
γενική
της
αγριότητ
ας
των
αγριοτήτ
ων
αιτιατική
την
αγριότητ
α
τις
αγριότητ
ες
κλητική
αγριότητ
α
αγριότητ
ες
Κατηγορία
όπως «
σάλπιγγα
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
αγριότητα
<
αρχαία ελληνική
ἀγριότης
Ουσιαστικό
επεξεργασία
αγριότητα
θηλυκό
η ιδιότητα του
άγριου
, του
σκληρού
η
άγρια
πράξη, αυτή που προκαλεί τον αποτροπιασμό
Συνώνυμα
επεξεργασία
θηριωδία
φρικαλεότητα
Μεταφράσεις
επεξεργασία
αγριότητα
αγγλικά
:
wildness
(en)
,
ferociousness
(en)
,
savagery
(en)
,
atrocity
(en)
γαλλικά
:
férocité
(fr)
,
sauvagerie
(fr)
εβραϊκά
:
אכזריות
(he)