ἀγριότης
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|---|
ἀγριοτητ- | |||||
ονομαστική | ἡ | ἀγριότης | αἱ | ἀγριότητες | |
γενική | τῆς | ἀγριότητος | τῶν | ἀγριοτήτων | |
δοτική | τῇ | ἀγριότητῐ | ταῖς | ἀγριότησῐ(ν) | |
αιτιατική | τὴν | ἀγριότητᾰ | τὰς | ἀγριότητᾰς | |
κλητική ὦ! | ἀγριότης | ἀγριότητες | |||
δυϊκός | |||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἀγριότητε | |||
γεν-δοτ | τοῖν | ἀγριοτήτοιν | |||
3η κλίση, Κατηγορία 'τάπης' όπως «τάπης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαἀγριότης θηλυκό
- (για τα ζώα) η αγριότητα
- η σκληρότητα
Πηγές
επεξεργασία- ἀγριότης - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἀγριότης - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.