↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ἀγριοτητ-
ονομαστική ἀγριότης αἱ ἀγριότητες
      γενική τῆς ἀγριότητος τῶν ἀγριοτήτων
      δοτική τῇ ἀγριότητ ταῖς ἀγριότησ(ν)
    αιτιατική τὴν ἀγριότητ τὰς ἀγριότητᾰς
     κλητική ! ἀγριότης ἀγριότητες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ἀγριότητε
γεν-δοτ τοῖν  ἀγριοτήτοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'τάπης' όπως «τάπης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ἀγριότης < ἄγριο(ς) + -της

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ἀγριότης θηλυκό

  1. (για τα ζώα) η αγριότητα
     αντώνυμα: ἡμερότης
  2. η σκληρότητα