ἄγριος
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαγένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | ἄγριος | ἡ | ἀγρίᾱ & ἄγριος |
τὸ | ἄγριον |
γενική | τοῦ | ἀγρίου | τῆς | ἀγρίᾱς & ἀγρίου |
τοῦ | ἀγρίου |
δοτική | τῷ | ἀγρίῳ | τῇ | ἀγρίᾳ & ἀγρίῳ |
τῷ | ἀγρίῳ |
αιτιατική | τὸν | ἄγριον | τὴν | ἀγρίᾱν & ἄγριον |
τὸ | ἄγριον |
κλητική ὦ! | ἄγριε | ἀγρίᾱ & ἄγριε |
ἄγριον | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
ονομαστική | οἱ | ἄγριοι | αἱ | ἄγριαι & ἄγριοι |
τὰ | ἄγριᾰ |
γενική | τῶν | ἀγρίων | τῶν | ἀγρίων & ἀγρίων |
τῶν | ἀγρίων |
δοτική | τοῖς | ἀγρίοις | ταῖς | ἀγρίαις & ἀγρίοις |
τοῖς | ἀγρίοις |
αιτιατική | τοὺς | ἀγρίους | τὰς | ἀγρίᾱς & ἀγρίους |
τὰ | ἄγριᾰ |
κλητική ὦ! | ἄγριοι | ἄγριαι & ἄγριοι |
ἄγριᾰ | |||
δυϊκός | ||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἀγρίω | τὼ | ἀγρίᾱ & ἀγρίω |
τὼ | ἀγρίω |
γεν-δοτ | τοῖν | ἀγρίοιν | τοῖν | ἀγρίαιν & ἀγρίοιν |
τοῖν | ἀγρίοιν |
Ο τύπος του θηλυκού σε -ος, λιγότερο συνηθισμένος. | ||||||
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'δίκαιος' όπως «δίκαιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ἄγριος < ἀγρός • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Επίθετο
επεξεργασίαἄγριος -α, -ον & (-ος, -ος, -ον), συγκριτικός : ἀγριώτερος, υπερθετικός : ἀγριώτατος
- που ζει στον αγρό, ο άγριος, το αγρίμι
- ακαλλιέργητος
- αγροίκος, τραχύς, μανιώδης
Παράγωγα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- (Χρειάζεται επεξεργασία)
Πηγές
επεξεργασία- ἄγριος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἄγριος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.