Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ακαλλιέργητος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
ακαλλιέργητ
ος
η
ακαλλιέργητ
η
το
ακαλλιέργητ
ο
γενική
του
ακαλλιέργητ
ου
της
ακαλλιέργητ
ης
του
ακαλλιέργητ
ου
αιτιατική
τον
ακαλλιέργητ
ο
την
ακαλλιέργητ
η
το
ακαλλιέργητ
ο
κλητική
ακαλλιέργητ
ε
ακαλλιέργητ
η
ακαλλιέργητ
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
ακαλλιέργητ
οι
οι
ακαλλιέργητ
ες
τα
ακαλλιέργητ
α
γενική
των
ακαλλιέργητ
ων
των
ακαλλιέργητ
ων
των
ακαλλιέργητ
ων
αιτιατική
τους
ακαλλιέργητ
ους
τις
ακαλλιέργητ
ες
τα
ακαλλιέργητ
α
κλητική
ακαλλιέργητ
οι
ακαλλιέργητ
ες
ακαλλιέργητ
α
Κατηγορία
όπως «
όμορφος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
ακαλλιέργητος
<
α-
στερητικό +
καλλιεργώ
+
-τος
Επίθετο
επεξεργασία
ακαλλιέργητος, -η, -ο
που δεν έχει
καλλιεργηθεί
(κυριολεκτικά για το έδαφος, μεταφορικά για το πνεύμα, τις ικανότητες κλπ)
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ακαλλιέργητος
αγγλικά
:
uncultivated
(en)
γαλλικά
:
inculte
(fr)