καλλιεργώ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- καλλιεργώ < ελληνιστική κοινή καλλιεργῶ (καλλιεργέω)[1] < αρχαία ελληνική κάλλος καλλι- + ἔργον
- για τη μεταφορική σημασία < σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική cultiver [2]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ka.li.eɾˈɣo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : καλ‐λι‐ερ‐γώ
Ρήμα
επεξεργασίακαλλιεργώ, αόρ.: καλλιέργησα, παθ.φωνή: καλλιεργούμαι, π.αόρ.: καλλιεργήθηκα, μτχ.π.π.: καλλιεργημένος
- (γεωπονία) εκτελώ με συστηματικό τρόπο όλες τις απαραίτητες εργασίες (όργωμα, σπορά, συγκομιδή κ.λπ.) ώστε σε ένα κομμάτι γης να αναπτυχθεί και να καρποφορήσει ένα είδος φυτού
- ※ «Πρόκειται για ένα υπερσύγχρονο θερμοκήπιο (…) με πανάκριβο εξοπλισμό, πλήρως αυτοματοποιημένο, όπου καλλιεργούνται κηπευτικά», λέει ο κ. (…), που μαζί με τους συνεταίρους του έκαναν πράξη την υδροπονία, την προηγμένη και εξελιγμένη τεχνική καλλιέργειας, με την οποία τα φυτά αναπτύσσονται χωρίς τη χρησιμοποίηση εδάφους ή εδαφικών μειγμάτων. Η σωστή θρέψη των φυτών εξασφαλίζεται με κάποιο θρεπτικό διάλυμα που αποτελείται από νερό μέσα στο οποίο βρίσκονται, σε ισορροπία μεταξύ τους, όλα τα απαραίτητα ανόργανα θρεπτικά στοιχεία που χρειάζονται τα φυτά για την ανάπτυξή τους. (εφημερίδα Ελευθεροτυπία, 28/1/2010)
- (μεταφορικά) φροντίζω για την ανάπτυξη και την πρόοδο κάποιου πράγματος
- ※ Κλίμα αισιοδοξίας καλλιεργεί η κυβέρνηση στην τελική ευθεία πριν τις διπλές εκλογές. (εφ. Το Βήμα, 5/2/2014)
Συγγενικά
επεξεργασίακαι
→ και δείτε τις λέξεις κάλλος και έργο
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | καλλιεργώ | καλλιεργούσα | θα καλλιεργώ | να καλλιεργώ | καλλιεργώντας | |
β' ενικ. | καλλιεργείς | καλλιεργούσες | θα καλλιεργείς | να καλλιεργείς | ||
γ' ενικ. | καλλιεργεί | καλλιεργούσε | θα καλλιεργεί | να καλλιεργεί | ||
α' πληθ. | καλλιεργούμε | καλλιεργούσαμε | θα καλλιεργούμε | να καλλιεργούμε | ||
β' πληθ. | καλλιεργείτε | καλλιεργούσατε | θα καλλιεργείτε | να καλλιεργείτε | καλλιεργείτε | |
γ' πληθ. | καλλιεργούν(ε) | καλλιεργούσαν(ε) | θα καλλιεργούν(ε) | να καλλιεργούν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | καλλιέργησα | θα καλλιεργήσω | να καλλιεργήσω | καλλιεργήσει | ||
β' ενικ. | καλλιέργησες | θα καλλιεργήσεις | να καλλιεργήσεις | καλλιέργησε | ||
γ' ενικ. | καλλιέργησε | θα καλλιεργήσει | να καλλιεργήσει | |||
α' πληθ. | καλλιεργήσαμε | θα καλλιεργήσουμε | να καλλιεργήσουμε | |||
β' πληθ. | καλλιεργήσατε | θα καλλιεργήσετε | να καλλιεργήσετε | καλλιεργήστε | ||
γ' πληθ. | καλλιέργησαν καλλιεργήσαν(ε) |
θα καλλιεργήσουν(ε) | να καλλιεργήσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω καλλιεργήσει | είχα καλλιεργήσει | θα έχω καλλιεργήσει | να έχω καλλιεργήσει | ||
β' ενικ. | έχεις καλλιεργήσει | είχες καλλιεργήσει | θα έχεις καλλιεργήσει | να έχεις καλλιεργήσει | έχε καλλιεργημένο | |
γ' ενικ. | έχει καλλιεργήσει | είχε καλλιεργήσει | θα έχει καλλιεργήσει | να έχει καλλιεργήσει | ||
α' πληθ. | έχουμε καλλιεργήσει | είχαμε καλλιεργήσει | θα έχουμε καλλιεργήσει | να έχουμε καλλιεργήσει | ||
β' πληθ. | έχετε καλλιεργήσει | είχατε καλλιεργήσει | θα έχετε καλλιεργήσει | να έχετε καλλιεργήσει | έχετε καλλιεργημένο | |
γ' πληθ. | έχουν καλλιεργήσει | είχαν καλλιεργήσει | θα έχουν καλλιεργήσει | να έχουν καλλιεργήσει | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι β΄ (μεταβατικοί) | ||||||
Παρακείμενος | έχω (έχεις, έχει, έχουμε, έχετε, έχουν) καλλιεργημένο | |||||
Υπερσυντέλικος | είχα (είχες, είχε , είχαμε, είχατε, είχαν) καλλιεργημένο | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα έχω (θα έχεις, θα έχει, θα έχουμε, θα έχετε, θα έχουν) καλλιεργημένο | |||||
Υποτακτική | να έχω (να έχεις, να έχει, να έχουμε, να έχετε, να έχουν) καλλιεργημένο |
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | καλλιεργούμαι | καλλιεργούμουν | θα καλλιεργούμαι | να καλλιεργούμαι | ||
β' ενικ. | καλλιεργείσαι | καλλιεργούσουν | θα καλλιεργείσαι | να καλλιεργείσαι | ||
γ' ενικ. | καλλιεργείται | καλλιεργούνταν | θα καλλιεργείται | να καλλιεργείται | ||
α' πληθ. | καλλιεργούμαστε | καλλιεργούμασταν καλλιεργούμαστε |
θα καλλιεργούμαστε | να καλλιεργούμαστε | ||
β' πληθ. | καλλιεργείστε | καλλιεργούσασταν καλλιεργούσαστε |
θα καλλιεργείστε | να καλλιεργείστε | καλλιεργείστε | |
γ' πληθ. | καλλιεργούνται | καλλιεργούνταν | θα καλλιεργούνται | να καλλιεργούνται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | καλλιεργήθηκα | θα καλλιεργηθώ | να καλλιεργηθώ | καλλιεργηθεί | ||
β' ενικ. | καλλιεργήθηκες | θα καλλιεργηθείς | να καλλιεργηθείς | καλλιεργήσου | ||
γ' ενικ. | καλλιεργήθηκε | θα καλλιεργηθεί | να καλλιεργηθεί | |||
α' πληθ. | καλλιεργηθήκαμε | θα καλλιεργηθούμε | να καλλιεργηθούμε | |||
β' πληθ. | καλλιεργηθήκατε | θα καλλιεργηθείτε | να καλλιεργηθείτε | καλλιεργηθείτε | ||
γ' πληθ. | καλλιεργήθηκαν καλλιεργηθήκαν(ε) |
θα καλλιεργηθούν(ε) | να καλλιεργηθούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω καλλιεργηθεί | είχα καλλιεργηθεί | θα έχω καλλιεργηθεί | να έχω καλλιεργηθεί | καλλιεργημένος | |
β' ενικ. | έχεις καλλιεργηθεί | είχες καλλιεργηθεί | θα έχεις καλλιεργηθεί | να έχεις καλλιεργηθεί | ||
γ' ενικ. | έχει καλλιεργηθεί | είχε καλλιεργηθεί | θα έχει καλλιεργηθεί | να έχει καλλιεργηθεί | ||
α' πληθ. | έχουμε καλλιεργηθεί | είχαμε καλλιεργηθεί | θα έχουμε καλλιεργηθεί | να έχουμε καλλιεργηθεί | ||
β' πληθ. | έχετε καλλιεργηθεί | είχατε καλλιεργηθεί | θα έχετε καλλιεργηθεί | να έχετε καλλιεργηθεί | ||
γ' πληθ. | έχουν καλλιεργηθεί | είχαν καλλιεργηθεί | θα έχουν καλλιεργηθεί | να έχουν καλλιεργηθεί | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι (β΄ τύποι) | ||||||
Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι καλλιεργημένος - είμαστε, είστε, είναι καλλιεργημένοι | |||||
Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν καλλιεργημένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν καλλιεργημένοι | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι καλλιεργημένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι καλλιεργημένοι | |||||
Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι καλλιεργημένος - να είμαστε, να είστε, να είναι καλλιεργημένοι |
Μεταφράσεις
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
- ↑ καλλιεργώ - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας